- Λ, λ
- (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης, θήρας, Κορίνθου, Αττικής),  ή  (Εύβοια, Βοιωτία, Λοκρίδα, Ήλις, Αρκαδία), ή (Αίγινα, Κόρινθος, Κυκλάδες, Κρήτη, Κάτω Ιταλία, Σικελία κ.ά.). Η γραφή Λ απαντάται ήδη από τον 6o αι. π.Χ. στην Ιωνία της Μικράς Ασίας κ.α., αλλά επικράτησε μόνο μετά την εισαγωγή του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα (403 π.Χ.). Στο ετρουσκικό αλφάβητο το λ έφερε τα σχήματα, , ενώ από εκεί προέρχεται το L του λατινικού αλφαβήτου και των νεολατινικών και άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών. Από φωνητική άποψη το λ είναι ημίφωνος, ηχηρός φθόγγος και καλείται, όπως και το ρ, υγρός. Παράγεται, όταν η γλώσσα κοιλανθεί και αγγίξει με την άκρη της τα φατνία, οπότε ο εκπεμπόμενος αέρας εξέρχεται από τις διόδους που σχηματίζονται στην εσωτερική επιφάνεια των παρειών. Αν, όμως, το εμπρόσθιο τμήμα της γλώσσας αγγίξει τοαντίστοιχο τμήμα του ουρανίσκου και ο αέρας βγει από τη μία δίοδο, τότε έχουμε το ετερόρροπο λ, για παράδειγμα, σκαλιά (πρβλ. ιταλικό - gli). Το αρχαίο ελληνικό λ προέρχεται από τα ινδοευρωπαϊκά I, , : ινδοευρωπαϊκό ρlê-, ελληνικό πλήρης· ινδοευρωπαϊκό mldh, ελληνικό αμαλδύνω· ινδοευρωπαϊκό mldh-, ελληνικό βλωθρός. Οι αλλοιώσεις του λ στην αρχαία ελληνική γλώσσα είναι σχετικά λίγες. Στην Κρήτη πριν από σύμφωνο προφερόταν υπερωικά, πλησιάζοντας με αυτό τον τρόπο την προφορά του ημίφωνου u, οπότε στη γραφή αποδιδόταν με το υ: αδευπός, αυκά (= αδελφός, αλκή). Το φαινόμενο συναντάται και στη γαλλική γλώσσα, όπου από τα λατινικά alter, calvus προέκυψαν τα autre, clauve, καθώς και σε μερικά μέρη της Νάξου όπου λέγεται αχουάδι, πουάκα κλπ. αντί αχλάδι, πλάκα κλπ. Στα δωρικά ιδιώματα της Πελοποννήσου, της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας απαντάται τροπή του λ σε ν πριν από σύμφωνο (για παράδειγμα, ήνθον, φίντατος, ενπίδες, αντί ήλθον, φίλτατος, ελπίδες), ενώ το αντίθετο παρατηρείται μερικές φορές στην αττική διάλεκτο (λίτρον και πλεύμων αντί νίτρον και πνεύμων). Στην ιωνική διάλεκτο παραλείπεται μερικές φορές το λ στην αρχή λέξης (είβω και αιψηρός αντί λείβω και λαιψηρός), ενώ συχνά τρέπεται σε ρ (άλγος > αλγαλέος, αργαλέος) και αντίστροφα υποκαθιστά το ρ (ναύκραρος > ναύκληρος). Στη νέα ελληνική γλώσσα το λ υποκαθιστά μερικές φορές το ρ (για παράδειγμα, γλήγορα, πλώρη, αλέτρι αντί γρήγορα, πρώρα, άροτρον) και το ν (πλεμόνι, μηλίγγι), ενώ αντίστροφα τρέπεται σε ρ πριν από τα σύμφωνα φ, θ, μ (αδερφός, ήρθε, αρμύρα) καθώς και σε ν (βάνω). Στα νεοελληνικά ιδιώματα συνηθίζεται ιδιαίτερα η τροπή του λ σε ετερόρροπο (ιταλικό gli), ενώ σε μικρότερη έκταση παρατηρείται η αποσιώπησή του (Πόντος, Νάξος, Σαμοθράκη, Τσακωνιά) και η διατήρηση του διπλού λλ (Κύπρος, Ικαρία, Δωδεκάνησα).
Dictionary of Greek. 2013.